Ψάχνει να φάει
Ένας
περαστικός το πατάει -σκουλήκι ήταν, δεν πειράζει
Ξεχνάει πως
και εκείνος για φαΐ βγήκε
στο διάλειμμα
του από μια δουλειά που απεχθάνεται.
Η γάτα
τρίβεται στα πόδια του σουβλατζή
Κάποιοι τη
φωνάζουν Νταίζη, άλλοι Φλάφι
«Είμαι δικιά
σου»
γουργουρίζει
και το εννοεί
Όπως το εννοεί
και στην κυρά Μαρία που την αφήνει δίπλα στο τζάκι όταν κάνει κρύο.
«Νταίζη!!Μόνο
για να τρως με θες»
Μουγκρίζει ο σουβλατζής
Ξεχνάει πως
έχει δεσμεύσει τη γυναίκα του να μεγαλώνει τα παιδιά του χωρίς να την ποθεί
πια.
«Φλάφι! Θα
πάρω σκύλο που είναι πιο πιστός» Κλαίγεται η κυρά Μαρία
Ξεχνάει πως
έχει αφήσει τη μάνα της μόνη στο σπίτι , γιατί ο άντρας της δεν θέλει την
πεθερά του στα πόδια του.
Ξεχνάει πως
ανέχεται τις απιστίες του γιατί νομίζει ότι δεν έχει που να πάει.
Ξεχνάει πως η
μάνα της έχει έξτρα δωμάτιο που μένει μια άγνωστη που την προσέχει όχι από
καθήκον, αλλά από ανάγκη.
Μια μέρα ένα
αυτοκίνητο λιώνει το κεφάλι της Νταίζης (ή Φλάφι)
Είναι για μισή
μέρα στο δρόμο μέχρι να χάσει εντελώς το σχήμα της
Να μη φαίνεται
ούτε Νταίζη, ούτε Φλάφι
Μέχρι το βράδυ
η Νταίζη (ή η Φλάφι) έχει γίνει μια κοκκινόμαυρη μάζα χωρίς όνομα ή ιδιότητα
Τη νύχτα
γίνεται μεζεδάκι για τους αρουραίους .
Ο σουβλατζής
περνάει και τους βλέπει να τρώνε τη μάζα
Δεν
αναγνωρίζει την Νταίζη (Πως θα μπορούσε)
Αλλά αηδιάζει
με τους αρουραίους που καθαρίζουν το πτώμα από το δρόμο
Ξεχνάει πως κι
αυτός πτώματα τρώει
Μόνο που
εκείνος δεν καθαρίζει τα αποφάγια.
Οι αρουραίοι μαλώνουν
για το τελευταίο κομμάτι , και βγάζουν κραυγές σαν από ανθρώπινο ολοκαύτωμα.
Ο άντρας της
κυρά Μαρίας ξυπνά, κοιτάει το παράθυρο και γίνεται μάρτυρας της μάχης
Παίρνει το
όπλο και πετυχαίνει έναν αρουραίο
Αύριο θα είναι
ο ήρωας της γειτονίας
Ένας αρουραίος
λιγότερος εξ αιτίας του!
Ξεχνά να
συγκρίνει τη μάχη του αρουραίου με τη μάχη του στο γραφείο , στο μπαρ που
συχνάζει, στις συναντήσεις με τη πεθερά του.
Ξεχνά να
συγκρίνει τις κραυγές των τρωκτικών με τις κραυγές που βγάζει όταν χάνει η
ομάδα του στο γήπεδο.
Ένας άλλος
γάτος κάνει την εμφάνιση του τώρα
Αλλά δεν τον
θέλουν γιατί κατουρά στις γωνίες
«Διώξτε τον -
βρώμισε ο τόπος!» Εκλιπαρεί κυρία του ρετιρέ.
Δεν ξέρει
κανείς το όνομα της.
Ξεχνάει πως τα
συσκευασμένα κινόα που αγοράζει για την ημερήσια της πρωτεΐνη ήταν το σπίτι δεκάδων
αγριόγατων πριν γίνουν καλλιέργειες
Το ξεχνάει
γιατί οι άνθρωποι δεν κατουρούν στις γωνίες όταν καταβάλουν τα δάση
Κατουρούν σε βιοδιασπαζόμενες
τουαλέτες
Και βρωμάνε οι
τουαλέτες μέσα στα δάση, όχι όμως τα δάση.
Ο γάτος τρέχει
από πίσω μια γάτα
Πρώτη φορά τη
βλέπουν στη γειτονιά
Μαλώνει με τον
μαύρο γάτο του διπλανού τετραγώνου
Ο ένας χτύπησε
στο μάτι και ο άλλος κουτσαίνει.
«μην τους ταΐζετε
για να φύγουν , δεν μας άφησαν να κοιμηθούμε από τις φωνές τους»
Συνεχίζει η
κυρία του ρετιρέ
Ξεχνάει πως
έχει αυπνίες, όχι από τις φωνές των γάτων που διεκδικούν τα θηλυκά,
Αλλά γιατί
κανείς δεν την έχει διεκδικήσει. Και φοβάται ότι ποτέ, κανείς δεν θα το κάνει.
«Υγεία πάνω
από όλα!» της λέει πολλές φορές η κυρία Κούλα – η καφετζού της γειτονιάς. Πάσχει
από καρκίνο και χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη σύνταξη της, για τις χημειοθεραπείες.
Η κυρία του
ρετιρέ την επισκέπτεται κάθε βδομάδα,
με το φλυτζάνι
του πρωινού της καφέ,
κρυφά,
στην τσάντα της.
Έχουν μια πολύ
ωραία συνεργασία.
Η κυρία του ρετιρέ
της συμπληρώνει τα λεφτά για τις χημειοθεραπείες
και η κυρία
Κούλα τις δίνει ελπίδες.
Μόνο που μια
μέρα δεν κατάφερε να αγοράσει τις ελπίδες της.
Αντί για την
κυρία Κούλα, βρήκε ένα φέρετρο.
Πέθανε χθες το
βράδυ
Την ώρα που ο
μαύρος γάτος , και αυτός που κατουρά στις γωνιές
Μαχόντουσαν για
την θηλυκιά.
«γι αυτό δεν
μπορούσα να κοιμηθώ…» ψιθυρίζει με λυγμούς η κυρία του ρετιρέ
(Έλλη, Έλλη τη
λένε τελικά, το είπε κλαίγοντας στο σουβλατζή που έτρεξε να δει τι γίνεται)
Δίπλα στο
φέρετρο ο μαύρος γάτος γλύφει το τραυματισμένο του μάτι
Και αναρωτιέται
Γιατί τόσοι
λυγμοί
Απλά, για ένα φέρετρο,
με ένα νεκρό
σώμα μέσα.
Αναρωτιέται
γιατί τόσες ψυχές μαζεύτηκαν
Γύρω από ένα
σώμα που δεν έχει πια ψυχή.
Για λίγες μέρες,
Οι αρουραίοι ,
οι γάτοι και τα σκουλήκια
Θα ακολουθούν
τα ένστικτα τους ελεύθερα.
Γιατί οι
άνθρωποι μόνο θα φοβούνται
Να ζήσουν
και να
πεθάνουν
σαν την κυρία Κούλα.
Κορίνα Κονταξάκη
"Η Ψευδαίσθηση του Διαχωρισμού"
πόσο μα πόσο πραγματικό!! εγραψες αγαπημένη μΟΥ!
ΑπάντησηΔιαγραφή