Γονατιστός, άκου (για τους θύτες και τα θύματα)

 


Όταν το χώμα θάβει τον ουρανό

Γονάτισε να μη μοιάζεις άνθρωπος

Που στέκεται σε δύο πόδια

Γονάτισε με τα χέρια στη γη

Να δείξεις ότι δεν αντέχεις το τίμημα της όρθιας στάσης  

Και άκου, προσεκτικά

Χωρίς δικαιολογίες, κριτική, σχόλια

Σαν να ήρθες μόλις τώρα στο άθλιο αυτό σώμα που σε κυρίεψε

Σαν να μη σε έχει καταβάλλει ακόμα η χωμάτινη σου μορφή

Και μπορείς να νιώσεις τον άλλο άνθρωπο

Όπως τα κύτταρα του σώματος σου νιώθουν το ένα το άλλο

‘Όπως τα κύτταρα σου, επικοινωνούν.

 

Γονάτισε και αφουγκράσου:

Όταν σου είπα «όχι δεν θέλω», με τρεμάμενη φωνή

Δεν έτρεμα από ηδονή

Δεν έτρεμα για να σε διεγείρω παραπάνω

Έτρεμα από φόβο

Για το πως θα ζήσω από εδώ και πέρα

Με αυτήν την ανάμνηση.

 

Γονάτισε και νιώσε

Νιώσε ότι το «απλό» άγγιγμα που για σένα ήταν αμελητέο  

Έμεινε στο σώμα μου και δε βγαίνει όσα χρόνια και αν πέρασαν

Όσο κι αν το έπλυνα με νερό και με άλλα αγγίγματα

Άγγιγμα που δεν επέλεξα.

 

Γονάτισε και άκου:

Άκου τα λόγια που μου είπες

«Αισθησιακά» για σένα, αισχρά για μένα

Η δόνηση τους μπήκε στα κύτταρα μου.

Η δόνηση τους, που ξυπνά στα κύτταρα σου ικανοποίηση

Με κάνει να θέλω να πεθάνω

Για να σαπίσουν τα κύτταρα που την θυμούνται – για πάντα.

 

Γονάτισε και δες:

Δες το σώμα σου με τον τρόπο που το βλέπω εγώ

Τρομακτικό, επίπονο, αισχρό, άσχημο

Κάτι που δεν θα αλλάξει ποτέ πια για όλα τα σώματα που βλέπω.

 

Γονάτισε και μύρισε:

Μύρισε τη λαγνεία στην ανάσα σου

Ήταν για σένα άοσμη

Όπως και η μυρωδιά της απέχθειας που ένιωσα στην παρουσία σου  

Μια μυρωδιά που θα θυμάμαι και στην επόμενη ζωή

Τα ζώα μυρίζουν το ταίρι τους να δουν αν συμφωνεί με ότι θέλουν να κάνουν

Όχι όμως εσύ

Όχι εσύ.  

 

Γονάτισε και γεύσου

Την τοξική αλμύρα του ιδρώτα σου

Αυτή την αλμύρα που έβγαλε πικρά δάκρυα στα μάτια μου

Την όξινη υφή του σπέρματος σου

που αντί να δημιουργήσει ζωή

Κατέστρεψε τη δική μου

 

Γονάτισε χωρίς αντίσταση

Γονάτισε και μετά «ξέχνα το δεν έγινε τίποτα»

Όπως απαιτούσες από εμένα

Γονάτισε και εξήγα στο παιδί σου

Να «μη φοβάσαι, δεν σε βίασε κανένας»

 

Γονάτισε και νιώσε κάτι ανώτερο από σένα

Όπως σε ένιωθα εγώ ανώτερο, πριν σε δω χωρίς παντελόνι να αγκομαχάς

Και ρώτα με «θα αφεθείς σε κάτι ανώτερο ξανά;»

Ποτέ ξανά.  

 

Γονάτισε και διαχώρισε

Την ομορφιά από τη πρόκληση

Η φούστα η κοντή ήταν γιατί ένιωθα όμορφη 

Όχι για να προκαλέσω τον πόθο

Γονάτισε και συνταίριασε:

Ακόμα κι αν προκάλεσα τον πόθο σου

Γιατί δεν μπορείς να ποθείς και να αγαπάς μαζί;;;

 

Γονάτισε απλά

όπως με έκανες να γονατίσω

Για να σε εκλιπαρήσω να σταματήσεις

Μια ικεσία αχρείαστη για σένα

Που επαναλάμβανες ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν «να ηρεμήσω»

 

Γονάτισε και κατανόησε

Την ώρα που εσύ ένιωσες ανακούφιση

Εγώ ένιωσα μίσος

Συναίσθημα άσκοπο για σένα αφού «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει»

 

Γονάτισε και σκάψε

Βαθιά μέσα σου

Μέχρι να δεις τον πόνο μου, να σαπίζει την ψυχή σου

«σσσς μη φοβάσαι, έτσι πρέπει» δεν μου είχες πει;

Έτσι πρέπει και τώρα

 

Γονάτισε με υπομονή

Ενώ βλέπεις τη ζωή σου να καταπέφτει

«Δέξου το, έγινε» 

«με προκάλεσες»

«Ξέχνα το!»

 

Όπως το σώμα-μόνο του- σε οδήγησε να παραβιάσεις ένα άλλο σώμα

Άσε το τώρα να γονατίσει

και άκου προσεκτικά, κατανόησε με όλη την ύπαρξη που σου απέμεινε:

Δεν ήταν λίγο – ήταν πολύ

Δεν ήταν ασήμαντο – ήταν τραγικό

Δεν ήταν ιδέα μου – ήταν γεγονός

Δεν το προκάλεσα- με παρέλειψες

Γονάτισε και πες μου:

Δεν είδες την αηδία και τον τρόμο στο πρόσωπο μου;

Στη φωνή μου;

Στο σώμα μου;

Γιατί συνέχισες;

Ποια άγνοια σε κράτησε στα πόδια σου να συνεχίσεις;

Πες μου ποια άγνοια; να την εξαλείψω

 

Μα πρώτα γονάτισε με τα χέρια στη γη, να μη μοιάζεις άνθρωπος.

 

 

2 σχόλια:

Popular / Δημοφιλέστερα

Favourite / Αγαπημένα

Μετά το Χώμα

  Όταν η ψυχή αλάφρωσε από το χώμα Έμεινε σε μια γωνιά με ημίφως Για να ορίσει τι θα κρατήσει.   Αναμνήσεις αναπάντεχες Εμπειρίε...